- κεφαλίτης
- κεφαλίτης, ὁ (Α)φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» — ακρογωνιαίος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αυλ-ίτης, οδ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλιτοπαραμήκης — κεφαλιτοπαραμήκης, ὁ (Α) φρ. «κεφαλιτοπαραμήκης λίθος» επιμήκης οικοδομικός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλίτης + παραμήκης «επιμήκης»] … Dictionary of Greek